συνανύω

συνανύω
και συνανύτω Α
1. διανύω κάτι μαζί με άλλον («σὺν αὐτῷ συνανύσαι δρόμον», Αππ.)
2. (αμτβ.) έρχομαι, φθάνω μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀνύω / ἀνύτω «εκτελώ, φέρνω σε πέρας, διανύω, φθάνω στο τέλος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανύω — ἀνύω κ. ἀνύτω ή ἁνύτω κ. ἄνυμι (Α) 1. εκτελώ, φέρνω σ ένα τέλος, επιτελώ («ἤνυτο δ ἔργον», Όμηρος «οὐδὲν ἤνυε», Ηρόδοτος) 2. κατορθώνω κάτι, πετυχαίνω κάτι που με συμφέρει 3. τελειώνω, καταναλίσκω, εξαφανίζω («ἐπεὶ δή σε φλὸξ ἤνυσεν» αφού σ… …   Dictionary of Greek

  • συνανύτω — Α βλ. συνανύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”